- φραουλιά
- η клубника или земляника (куст)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φραουλιά — η, Ν [φράουλα] βοτ. το φυτό φράουλα, φραγκαρία … Dictionary of Greek
φραουλιά — η ποώδες δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας Pοδίδες, η χαμοκερασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμοκερασιά — η, Ν [χαμοκέρασο] βοτ. η φραουλιά … Dictionary of Greek
φράουλα — φράουλα, η και φράγουλα, η (λ. ιταλ.) (βοτ.) 1. το φυτό «φραουλιά» (βλ. λ.), η χαμοκερασιά. 2. ο καρπός αυτού του φυτού, το χαμοκέρασο. 3. γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)